- ἀστροβολησία
- ἀστροβολησίᾱ , ἀστροβολησίαsun-scorchfem nom/voc/acc dualἀστροβολησίᾱ , ἀστροβολησίαsun-scorchfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστροβολησία — ἀστροβολησία, η (Α) [αστροβόλητος] το να μαραίνονται τα φυτά από τον πολύ καυτό ήλιο … Dictionary of Greek
αστροβολία — ἀστροβολία, η (Α) η αστροβολησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + βολία < βολος < βάλλω] … Dictionary of Greek